ρόνιν

ρόνιν
ο, Ν
άκλ. συν. στον πληθ. οι ρόνιν
Ιάπωνες σαμουράι που εγκατέλειπαν τους αφέντες και περιπλανώνταν σε ολόκληρη τη χώρα, αλλά τον 16ο και τον 17ο αιώνα εγκαταστάθηκαν μόνιμα στις πόλεις και το 1868 συνέβαλαν στην παλινόρθωση τής αυτοκρατορικής εξουσίας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”